ἐπιπολαίως
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπολαίως:
1 на поверхности (ἐ. ἐν τῇ γῇ Arst.; οὐκ ἐ., ἀλλ᾽ ἐν πηγαῖς Plut.);
2 поверхностно, слегка (ὁρίζεσθαι, στέργειν Arst.).