κατακίρνημι
From LSJ
English (LSJ)
= κατακεράννυμι, in Pass., Longin.15.9, AP9.362.12, Iamb.in Nic.p.119P.:—also κατακηλ-κιρνάω, Id.Protr.21.ισ.
Russian (Dvoretsky)
κατακίρνημι: (только pass. κατακίρνᾰμαι) Anth. = κατακεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κατακίρνημι: ποιητικὸν ἀντὶ κατακεράννυμι, μιγνύω, μετριάζω, ἡ ὑγρότης κατεκίρνα τὸ ἄγαν θερμὸν Ἀλέξ. Ἀφρ.· Προβλ. 2, 70, καὶ Παθ., ῥητορικὴ κατακιρναμένη ταῖς ἐπιχειρήσεσι Λογγῖνος 15. 9· εὐωδία κατακιρναμένη τῷ περιέχοντι ἀέρι Κασσ. Προβλ. 35.
Greek Monolingual
κατακίρνημι (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. κατακεράννυμι.