λαμπρόσπορος

From LSJ
Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

λαμπρόσπορος, -ον (Μ)
αυτός που κατάγεται από ένδοξο γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεό-σπορος].