δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
λαμπρόσπορος, -ον (Μ)αυτός που κατάγεται από ένδοξο γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεό-σπορος].