λειψανάβατος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
και λειπανάβατος, -η, -ο
1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός
2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω), πρβλ. δυσ-ανάβατος. Ο τ. λειπανάβατος από το θ. λειπ- του λείπω.