εύζυμος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
εὔζυμος, -ον (ΑΜ)
ο καλά ζυμωμένος («εὔζυμός τε καὶ καλῶς ὠπτημένος ὁ ἄρτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά-ζυμος].