χρυσήεις

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

German (Pape)

[Seite 1380] εσσα, εν, späte poet. Form statt χρύσεος, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

χρυσήεις: εσσα, εν, μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ χρύσεος, Χρησμ. Σιβ. Ἀποσπ. 2. 25.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) χρυσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. πολεμ-ήεις].