καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Full diacritics: ἰδῐότοπος | Medium diacritics: ἰδιότοπος | Low diacritics: ιδιότοπος | Capitals: ΙΔΙΟΤΟΠΟΣ |
Transliteration A: idiótopos | Transliteration B: idiotopos | Transliteration C: idiotopos | Beta Code: i)dio/topos |
ον, of their own district, βασιλεῖς cj. in Peripl.M.Rubr.47.
ἰδιότοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ά-τοπος].