ἑτερόμαλλος

Revision as of 08:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, woolly, shaggy on one side, Str. 5.1.12: alsoἑτερο-μαλλής, ές, Hsch.s.v. καυνάκαι.

German (Pape)

[Seite 1049] auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόμαλλος: -ον, λάσιος, δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον τρεπτέον εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).

Greek Monolingual

ἑτερόμαλλος, -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)
με μαλλί στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾶν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + μαλλός, πρβλ. δασύ-μαλλος].