χορτάτος
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει χορτάσει
2. (κατ' επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ' στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.)
3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — βλ. πίτα
β) «ο χορτάτος του νηστικού δεν πιστεύει» — βλ. πιστεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτ-αίνω + κατάλ. -άτος (πρβλ. τρεχ-άτος, φευγ-άτος)].