ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
adv.
de Pisa.
Étymologie: Πῖσα, -θεν.
Α
επίρρ. από την Πίσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πίσα + επίρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθήνη-θεν)].
Πίσηθεν: adv. из Писы Anth.
at Pisa, Anth.