τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
(Α ὀκλαδόν)επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστάνεοελλ.με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ-αδόν)].