νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
-α, -ικο- αποβλακωμένος, ξεμωραμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκούτης + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κιτριν-ιάρης)].