ονυχιαίος

Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ ὀνυχιαῖος, -α, -ον)
1. αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, ελάχιστος
2. (κατ' επέκτ.) (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μηρ-ιαίος)].