Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
ὀσμύλη, ἡ (Α)ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλη (πρβλ. κογχ-ύλη)].