πολύποδας

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

Greek Monolingual

και πολύπους, ο / πολύπους, -ουν, ΝΜΑ, και πολύπος και ιων. τ. πουλύπους και πούλυπος και πώλυπος και πῶλυψ, ὁ, Α
το αρσ. ως ουσ. α) το χταπόδι
β) ιατρ. μαλακός σαρκώδης ή ινώδης, συνήθως καλοήθης, όγκος του βλεννογόνου της ρινικής κοιλότητας, του πεπτικού συστήματος ή της μήτρας
νεοελλ.
ζωολ. η εδραία μορφή τών κνιδοζώων, μοναχική όπως η έδρα του γλυκού νερού, ή άτομο που συμμετέχει στη συγκρότηση μιας αποικίας
μσν.
φρ. «πολύπους βοτάνη» — το φυτό πολυπόδιο
αρχ.
1. αυτός που έχει πολλά πόδια, που φτάνει οπωσδήποτε κάπου (α. «πολύπους και πολύχειρ Έρινῡς», Σοφ.
β. «πολύπουν ἐστὶν ἡ λύπη κακόν», Ποσείδ.)
2. αυτός που πατιέται από πολλά πόδια («πολύπους χῶρος»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὸ πολύποδα
α) κατηγορία εντόμων
β) οι σαρανταποδαρούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πολύπους με σημ. «είδος εντόμων με πολλά πόδια» είναι συνθ. < πολυ- + πούς. Προβλήματα ωστόσο γεννά ο θεματικός τ. πώλυπος (πρβλ. λατ. pōlypus «θαλάσσιο ζώο») με πιθανή αρχική σημ. «χταπόδι». Μ' αυτή τη σημ. ο τ. πώλυπος θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί δάνεια λ. μεσογειακής προέλευσης, που έλαβε τη μορφή πολύπους από παρετυμολ. επίδραση του πολυ- + πούς. Στην κλίση, τέλος, του τ. πώλυπος υπερίσχυσε η αθέματη κλίση του πολύπους, που μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. δοτ. polupode) και τον Όμηρο].