οἰδαλέος
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
α, ον, swollen, οἰδαλέους ἀμφ' ὀδύνῃς πνεύμονας Archil.9.4; χείλη οἰ. Nic.Al.210: in late Prose, Dsc.Eup.1.78, Aret.SD1.16, etc.: Comp. -ώτερος Alex. Trall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 297] geschwollen, aufgeblasen, aufgedunsen; πνεύμονες, Archil. 48; Suid. erkl. ὑγρός; sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδαλέος: -α, -ον, (οἰδέω) ἐξωγκωμένος, οἰδαλέους ἀμφ’ ὀδύνῃ πλεύμονας Ἀρχίλ. 8· οἰδ. χείλη Νικ. Ἀλ. 210.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α οἰδαλέος, -α, -ον)
εξογκωμένος, φουσκωμένος, πρησμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. κερδ-αλέος)].