σακίδιο
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
το / σακκίδιον, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) σάκος με μικρή χωρητικότητα
νεοελλ.
1. μικρός σάκος που κρεμάει στον ώμο του ο στρατιώτης ή ο πεζοπόρος
2. στρ. μικρός σάκος που χρησίμευε ως υποδοχή για το γέμισμα με πυρίτιδα τών πυροβόλων που έβαλλαν βλήματα χωρίς μεταλλικό κάλυκα
3. μικρός σάκος που φέρει στον ώμο ο κυνηγός, προκειμένου να μεταφέρει τρόφιμα και θηράματα
4. ανατ. υμενώδες όργανο που βρίσκεται μέσα στην αίθουσα του έσω αφτιού, αμέσως κάτω από το ασκίδιο, και έχει μεγάλη σημασία για την ισορροπία του ατόμου, αλλ. σφαιρικό κυστίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρην-ίδιον)].