περιάσχολος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Greek (Liddell-Scott)

περιάσχολος: -ον, ἐνησχολημένος περὶ πολλά, πλήρης ἀσχολιῶν, Γεώργ. Ἀλεξ. ἐν βίῳ Χρυσ. 208.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄσχολος (πρβλ. πολυ-άσχολος)].