πολυέλιξ
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
German (Pape)
[Seite 662] ὁ, ἡ, = πολυέλικτος, Phavor.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέλιξ: -ικος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Φαβωρ. ἐν λέξ. τετραέλιξ.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
πολυέλικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἕλιξ, ἡ, «έλικας» (πρβλ. τετρα-έλιξ)].