τοποτηρώ
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ
είμαι τοποτηρητής, εκτελώ καθήκοντα τοποτηρητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + τηρῶ (πρβλ. καιρο-τηρώ)].
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
-έω, ΜΑ
είμαι τοποτηρητής, εκτελώ καθήκοντα τοποτηρητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + τηρῶ (πρβλ. καιρο-τηρώ)].