ἀκαταπράϋντος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ον, unappeasable, Sch. S.Tr.999, Gloss.
Spanish (DGE)
-ον
incontenible, que no se puede aplacar de un sentimiento glos. a ἀκήλητος Sch.S.Tr.999P.
•implacable, Gloss.2.222.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπράϋντος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπρΰνῃ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 999.
German (Pape)
nicht zu besänftigen, Schol. Soph. Trach. 1001.