χαλκωματάς
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
ο / χαλκωματᾱς, ΝΑ, και χαρκωματάς Ν, και χαρκωματᾱς Α
χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, χαλκώματος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. πλακουντᾶς, σαγματᾶς)].