καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
ὁλόφλογος, -ον (Μ)γεμάτος φλόγες, ολοφλόγιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πολύ-φλογος].