Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(ΑΜ ὀρθοδοξῶ, -έω)
έχω ορθή γνώμη για κάτι
νεοελλ.-μσν.
ασπάζομαι τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, είμαι ορθόδοξος χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξῶ (< -δοξος < δόξα), πρβλ. κενο-δοξώ].