ορθοδοξώ

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀρθοδοξῶ, -έω)
έχω ορθή γνώμη για κάτι
νεοελλ.-μσν.
ασπάζομαι τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, είμαι ορθόδοξος χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξῶ (< -δοξος < δόξα), πρβλ. κενο-δοξώ].