ορθοδοξώ

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀρθοδοξῶ, -έω)
έχω ορθή γνώμη για κάτι
νεοελλ.-μσν.
ασπάζομαι τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, είμαι ορθόδοξος χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξῶ (< -δοξος < δόξα), πρβλ. κενοδοξώ].