πνευματοεργός
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
German (Pape)
[Seite 640] den Geist hervorbringend, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
πνευματοεργός: -όν, ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος, τῆς ζωῆς ἢ τῶν πνευμάτων, Συνεσ. Ὕμν. 3. 169.
Greek Monolingual
-όν, Α
δημιουργός του πνεύματος, της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -εργος (< ἔργον) πρβλ. αρματό-εργος].