πολύστηλος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(ιδίως για γραπτό κείμενο)
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές στήλες («πολύστηλο άρθρο»)
2. (κατ' επέκτ.) εκτεταμένος, μακροσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. μονό-στηλος].
-η, -ο, Ν
(ιδίως για γραπτό κείμενο)
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές στήλες («πολύστηλο άρθρο»)
2. (κατ' επέκτ.) εκτεταμένος, μακροσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. μονό-στηλος].