πολύστηλος
From LSJ
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(ιδίως για γραπτό κείμενο)
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές στήλες («πολύστηλο άρθρο»)
2. (κατ' επέκτ.) εκτεταμένος, μακροσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. μονόστηλος].