πολυπλεκής

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλεκής Medium diacritics: πολυπλεκής Low diacritics: πολυπλεκής Capitals: ΠΟΛΥΠΛΕΚΗΣ
Transliteration A: polyplekḗs Transliteration B: polyplekēs Transliteration C: polyplekis Beta Code: poluplekh/s

English (LSJ)

ές, = πολύπλεκτος (tangled, with many convolutions, much-tangled), δεσμοί Nonn. D. 42.452.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
μσν.
πολύ περίπλοκοςπολυπλεκεστέρα μοχθηρία», Μιχ. Ακομ.)
αρχ.
πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλεκής (< πλέκος, τὸ «πλέγμα»), πρβλ. συμ-πλεκής].