πολυπλεκής
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
English (LSJ)
πολυπλεκές, = πολύπλεκτος (tangled, with many convolutions, much-tangled), δεσμοί Nonn. D. 42.452.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
μσν.
πολύ περίπλοκος («πολυπλεκεστέρα μοχθηρία», Μιχ. Ακομ.)
αρχ.
πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλεκής (< πλέκος, τὸ «πλέγμα»), πρβλ. συμπλεκής].