Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone
-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλοφύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιό-φυλλος].