σιτοδαισία

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, Getreide- oder Brotvertheilung, Dion. Hal. 7, 45; f. l. ist σιτοδασία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
διανομή σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δαισία (< -δαίτης < δαίομαι «χωρίζω, μοιράζω»), πρβλ. γεω-δαισία].