Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα χέρια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχειρα
παλαιότερος χαρακτηρισμός πιθήκων επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσερα άκρα ως χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χειρος (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. δί-χειρος].