τετράχειρος

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα χέρια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχειρα
παλαιότερος χαρακτηρισμός πιθήκων επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσερα άκρα ως χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χειρος (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. δίχειρος].