τετράχειρος

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα χέρια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχειρα
παλαιότερος χαρακτηρισμός πιθήκων επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσερα άκρα ως χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χειρος (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. δίχειρος].