τραγοπόδαρος
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πόδια τράγου, τραγόπους
νεοελλ.
1. μυθ. ο θεός Παν
2. (λαογρ.) ο σατανάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πόδαρος (< ποδάρι), πρβλ. ξυλο-πόδαρος].