τραγοπόδαρος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πόδια τράγου, τραγόπους
νεοελλ.
1. μυθ. ο θεός Παν
2. (λαογρ.) ο σατανάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πόδαρος (< ποδάρι), πρβλ. ξυλοπόδαρος].