υγρόβιος

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑγρόβιος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(για ζώα) υδρόβιος
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που ζει ή εργάζεται κοντά στο νερό, όπως λ.χ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βίος (< βίος), πρβλ. μακρό-βιος].