υγρόβιος

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑγρόβιος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(για ζώα) υδρόβιος
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που ζει ή εργάζεται κοντά στο νερό, όπως λ.χ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βίος (< βίος), πρβλ. μακρόβιος].