υπερμαχώ
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
ὑπερμαχῶ, -έω, ΝΜΑ
μάχομαι υπέρ κάποιου, αγωνίζομαι για την προάσπιση κάποιου, υπερασπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. προ-μαχῶ].