χαριτοφύτευτος

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτοφύτευτος: -ον, ὁ πεφυτευμένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, δένδρον χαριτοφύτευτον Κ. Μανασσ. Χρον. 2850.

Greek Monolingual

-ον, Μ
φυτευμένος από τις Χάριτες («δένδρον χαριτοφύτευτον», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + φυτευτός (< φυτεύω), πρβλ. -φύτευτος].