τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
χθονοφοίτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ συχνάζων, φοιτῶν εἰς τὴν γῆν, Ἰω. Γαζ. ἐν Mantrang. Anecd. τ. 2, σ. 636, 5.
-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που συχνάζει στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + φοιτῶ «συχνάζω» + κατάλ. -τωρ (πρβλ. ἡγή-τωρ].