χθονοφοίτωρ

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek (Liddell-Scott)

χθονοφοίτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ συχνάζων, φοιτῶν εἰς τὴν γῆν, Ἰω. Γαζ. ἐν Mantrang. Anecd. τ. 2, σ. 636, 5.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που συχνάζει στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + φοιτῶ «συχνάζω» + κατάλ. -τωρ (πρβλ. ἡγή-τωρ].