λαεργής

Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, made of stone, Nic.Th.708 (v.l. εὐεργής).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱεργής: -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. εὐεργής).

Greek Monolingual

λαεργής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής, μυλο-εργής].

German (Pape)

[ᾱ], ές, aus Steinen gemacht, Nic. Ther. 708, v.l. εὐεργής.