λινυφής

From LSJ
Revision as of 07:42, 9 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> λινοϋφής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ συντεχνία τ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)
1. λινοϋφής
2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» — η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθό-υφος, ταπίδ-υφος].