κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)1. λινοϋφής2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» — η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθόυφος, ταπίδυφος].