καλλιαρχώ
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
καλλιαρχῶ, -έω (Α)
είμαι πρόεδρος του δικαστηρίου κάλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) + -αρχῶ (< -άρχης < άρχω), πρβλ. κανοναρχώ, ναυαρχώ).