μουδάρισμα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. περιορισμός της επιφάνειας του πανιού ιστιοφόρου πλοίου, κατά τον οποίο τα σχοινιά μιας μούδας δένονται στη μάτσα του πανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουδάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. καθαρίζω: καθάρισμα).