ἡμεροδανειστής
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who lends on daily interest, D.L.6.99, 100.
German (Pape)
[Seite 1166] ὁ, der auf einzelne Tage Geld leiht u. Zinsen nimmt, D. L,. 6, 99.
Russian (Dvoretsky)
ἡμεροδᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, взимающий проценты за каждый день в отдельности Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεροδᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ δανείζων ἐπὶ καθημερινῷ τόκῳ, Διογ. Λ. 6. 99, 100.
Greek Monolingual
ο (Α ἡμεροδανειστής)
αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + δανειστής (< δανείζω)].