ἡμεροδανειστής

From LSJ
Revision as of 20:22, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροδᾰνειστής Medium diacritics: ἡμεροδανειστής Low diacritics: ημεροδανειστής Capitals: ΗΜΕΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hēmerodaneistḗs Transliteration B: hēmerodaneistēs Transliteration C: imerodaneistis Beta Code: h(merodaneisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who lends on daily interest, D.L.6.99, 100.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, der auf einzelne Tage Geld leiht u. Zinsen nimmt, D. L,. 6, 99.

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροδᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, взимающий проценты за каждый день в отдельности Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροδᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ δανείζων ἐπὶ καθημερινῷ τόκῳ, Διογ. Λ. 6. 99, 100.

Greek Monolingual

ο (Α ἡμεροδανειστής)
αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + δανειστής (< δανείζω)].