Πτερνογλύφος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Russian (Dvoretsky)
Πτερνογλύφος: (ῠ) ὁ Окорокоскреб (имя мыши) Batr.
Greek (Liddell-Scott)
Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ, ὁ γλύφων, διακοιλαίνων χοιρομήρια, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομυομ. 927.
Greek Monotonic
Πτερνογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύπτω), αυτός που σκαλίζει τα χοιρομέρια, σε Βατραχομ.
Middle Liddell
Πτερνο-γλῠ́φος, ὁ, [γλύπτω]
ham-scraper, Batr.