σκορποχέρης
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
ο, θηλ. σκορποχέρα, Ν
αυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + -χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο-χέρης].