οξύλινη δοκός που χρησιμοποιείται για υποστήριξη διαφόρων κατασκευών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + -στάτης (< ἵστημι, πρβλ. ἔ-στα-μεν, στά-σις), πρβλ. λυχνο-στάτης].